- κράτηση
- (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση ελλείψεώς τους, στα αστυνομικά κρατητήρια. Στην πράξη, η κ. σπάνια εκτελείται, καθώς μετατρέπεται σε χρηματική αξία, η οποία συνήθως καταβάλλεται.
Με τον ίδιο όρο δηλώνεται και ο περιορισμός ενός προσώπου που έχει συλληφθεί ως ύποπτο για τη διάπραξη αξιόποινου αδικήματος, χωρίς να έχει ακόμα προφυλακιστεί ούτε καταδικαστεί. Η κ. στη δεύτερη περίπτωση γίνεται είτε στις φυλακές είτε στο αστυνομικό κρατητήριο είτε τέλος στο σπίτι του συλληφθέντος, ο οποίος τελεί «υπό φρούρηση».
Ειδικότερα, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας προβλέπει κ. για αυτόφωρο αδίκημα, όταν δεν είναι δυνατή η άμεση προσαγωγή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Η διάρκειά της δεν υπερβαίνει τις 24 ώρες μετά την προσαγωγή του υπόδικου στον εισαγγελέα, ο οποίος πρέπει να τον παραπέμψει στο δικαστήριο. Αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε παραπέμπεται στον ανακριτή, ο οποίος επίσης οφείλει είτε να εκδώσει ένταλμα προφυλάκισης μέσα σε 24 ώρες είτε να τον απολύσει.
* * *η (AM κράτησις) [κρατώ]συγκράτηση, αναχαίτιση, σταμάτημα, παρεμπόδισηνεοελλ.1. βάσταγμα, στήριγμα, κράτημα, πιάσιμο από κάπου2. (σχετικά με αποδοχές ή απολαβές) το εκάστοτε κρατούμενο από τη μισθοδοσία ποσό για τη σύνταξη, την ασφάλιση, την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή για άλλο λόγο, παρακράτηση3. ποινή στερητική τής ελευθερίας, που επιβάλλεται από τα δικαστήρια σε περιπτώσεις πταισμάτων4. πειθαρχική ποινή σε παραβάτη στρατιώτη5. φρ. α) (πολ. δικ.) «κράτηση προσωπική» — μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης με το οποίο ο δανειστής «πιέζει» τον οφειλέτη, στερώντας του την προσωπική ελευθερία, να πληρώσει το χρέος του ή να προβεί σε ορισμένη πράξη ή παράλειψη, αλλ. προσωποκράτησηβ) (ποιν. δικ.) θεσμός καταργητικός τής προσωπικής ελευθερίας τού κατηγορουμένου κατά την προδικασίαγ) «κράτηση θέσης» — φύλαγμα θέσης, κλείσιμο θέσηςμσν.1. κατάκτηση, κυρίευση2. αντοχή, δύναμη αντίστασης3. συγκράτηση, εγκράτεια4. δέσμευση, υποχρέωση(μσν.-αρχ.)1. δύναμη, εξουσία, ισχύς2. άσκηση εξουσίαςαρχ.1. κατοχή, κτήση, κυριότητα2. επικράτηση, υπερίσχυση3. ανάκτηση ισορροπίας, σταθεροποίηση4. επέτειος της ανάρρησης ενός ηγεμόνα στον θρόνο5. φρ. α) «κράτησις τῶν ὑδάτων» — ξηρασίαβ) «ἡ Καίσαρος κράτησις» — η εποχή τής εξουσίας τού Καίσαρος.
Dictionary of Greek. 2013.